-
1 συμπέρασμα
[симпэраэма] ουσ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συμπέρασμα
-
2 заключение
заключение с 1) (соглашения, союза) η σύναψη, το κλείσιμο η υπογραφή (подписание) 2) (окончание) το τέλος в \заключение στο τέλος 3) (вывод) το συμπέρασμα я сделал \заключение, что... έβγαλα το συμπέρασμα ότι... 4) (тюремное) η φυλάκιση* * *с1) (соглашения, союза) η σύναψη, το κλείσιμο; η υπογραφή ( подписание)2) ( окончание) το τέλοςв заключе́ние — στο τέλος
3) ( вывод) το συμπέρασμαя сде́лал заключе́ние, что… — έβγαλα το συμπέρασμα ότι…
4) ( тюремное) η φυλάκιση -
3 заключение
1. (в оболочку, кожух) το κλείσιμο, η τοποθέτηση (σε περίβλημα) - в скобки - σε παρένθεση 2. (вывод, суждение) το συμπέρασμα, το πόρισμα 3. юр. η φυλάκιση пожизненное - τα ισόβια δεσμά, η ισόβια κάθειρξη 4. (мира, соглашения) η σύναψη 5. (конец чего-л., последняя часть) το τέλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заключение
-
4 вывод
вывод м 1) (заключение ) το συμπέρασμα 2) (войск и т. п.) η αποχώρηση* * *м1) ( заключение) το συμπέρασμα2) (войск и т. п.) η αποχώρηση -
5 делать
делать κάνω \делать ошибку κάνω λάθος \делать попытку κά νω απόπειρα \делать вывод συμ περαίνω, κάνω συμπέρασμα что нам \делать? τι να κάνουμε; \делатьться 1) γίνομαι \делатьется жар ко ζεσταίνει 2) (происходить): что здесь \делатьется? τι τρέχει (συμβαίνει) εδώ;* * *де́лать оши́бку — κάνω λάθος
де́лать попы́тку — κάνω απόπειρα
де́лать вы́вод — συμπεραίνω, κάνω συμπέρασμα
что нам де́лать? — τί να κάνουμε
-
6 итог
итог м 1) (сумма ) το σύνο λο общий \итог το ολικό ποσό 2) (результат ) το αποτέλεσμα το συμπέρασμα (заключе ние) \итог соревнований τα απο τελέσματα των αγώνων ◇ в \итоге τελικά* * *м1) ( сумма) το σύνολοо́бщий ито́г — το ολικό ποσό
2) ( результат) το αποτέλεσμα; το συμπέρασμα ( заключение)ито́г соревнова́ний — τα αποτελέσματα των αγώνων
••в ито́ге — τελικά
-
7 заключение
заключениес1. (лишение свободы) ἡ κράτηση [-ις], ἡ φυλάκιση [-ις]:\заключение под стражу ἡ φυλάκιση· предварительное \заключение ἡ προφυλάκιση· пожизненное \заключение τά ίσό-βια δεσμά· 2.:\заключение договора τό κλείσιμο συμφώνου, τό κλείσιμο συμφωνίας·\заключение мира ἡ σύναψη συνθήκης εἰρήνης·3. (вывод) τό συμπέρασμα, τό πόρισμα:\заключение комиссии τό πόρισμα τής ἐπιτροπής· обвинительное \заключение юр. τό κατηγορητήριο· приходить к \заключениеию καταλήγω στό συμπέρασμα·4. (окончание \заключение в книге, речи) τό τέλος, ἡ κατακλείς· ◊ в \заключение τελειώνοντας, ἐν κατακλείδι. -
8 умозаключение
умозаключениес τό συμπέρασμα συλ-λογισμοῦ:сделать \умозаключение βγάζω συμπέρασμα -
9 заключение
-я ουδ.1. έγκλειση, κλείσιμο•заключение в скобки κλείσιμο σε παρένθεση.
2. φυλάκιση, εγκάθειρξη•заключение под страж φυλάκιση με σκοπό (φύλακα)•
подвергать -ю φυλακίζω, βάζω φυλακή•
приговорить к -ю καταδικάζω σε φυλάκιση•
тюремное заключение φυλάκιση, εγκάθειρξη•
пожизненное заключение ισόβια δεσμά•
одиночное заключение εγκάθειρξη στο απομονωτηριο•
предварительное προφυλάκιση.
3. συμπέρασμα, πόρισμα, εξαγόμενο•прийти к заключению καταλήγω, (φτάνω) στο συμπέρασμα•
заключение экспертизы (ή экспертов) πόρισμα των εμπειρογνωμώνων•
обвинительное (νομ.) κατηγορητήριο έγγραφο.
4. τέλος, κατακλείδα, φινάλε• ακροτελεύτιο•в заключение στο τέλος, στην κατακλείδα, τελειώνοντας.
|| σύναψη•заключение мира σύναψη ειρήνης•
заключение договора σύναψη συνθήκης.
-
10 умозаключение
-я ουδ. (λογ.).1. συμπέρασμα•делать умозаключение βγάζω συμπέρασμα.
2. συλλογισμός. -
11 частный
επ.1. ατομικός, ιδιωτικός, προσωπικός•-ая переписка ιδιωτική αλληλογραφία•
я к вам по -у делу έρχομαι σε σας για ατομική υπόθεση•
-ая инициатива ατομική πρωτοβουλία•
-ая жизнь ιδιωτική ζωή•
-ые уроки ιδιωτικά μαθήματα•
-ая собственность ατομική ιδιοκτησία•
-ая торговля ιδιωτικό εμπόριο•
частный капитал ιδιωτικό κεφάλαιο.
2. ξεχωριστός, μεμονωμένος• ιδιαίτερος•частный случай μεμονωμένη περίπτωση.
3. του τμήματος ή συνοικίας πόλης•частный дом παλ. το κτίριο του αστυνομικού τμήματος.
4. -ое ουδ. ουσ. το μερικό•заключение от -ого к общему συμπέρασμα από το μερικό στο γενικό•
заключение от общего к -у συμπέρασμα από το γενικό στο μερικό.
5. ουσ. α. частный ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος.εκφρ.- ое обвинение – ιδιωτική καταγγελία•частный поверенный – παλ. ο δικηγόρος•частный пристав – βλ. 5 σημ. -
12 вывод
1. (удаление) η αποχώρησηη έξοδοςη εκκένωσηη απομάκρυνση2. (умозаключение) το συμπέρασματο πόρισμαη (λογική) συναγωγή συμπερασμάτων3. (φορ-мулы, уравнения) η εξαγωγή, η παραγωγή 4. (процесс) η εξαγωγή 5. (устройство) η έξοδος 6. (соединительный провод) το καλώδιο σύνδεσης, η έξοδος 7. (зажим) о ακροδέκτηςзаземляющий - см. - заземления 8. вчт. η έξοδος9. (на орбиту) η τοποθέτηση στην τροχιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вывод
-
13 выводить
1. (удалять) βγάζω 2. (формулу, уравнение) εξάγω 3. (изменять действие, состояние, положение) βγάζω, εξάγω, εκβάλλω 4. (делать вывод) συμπεραίνωσυνάγωβγάζω συμπέρασμα5. (выращивать) βγάζω, μεγαλώνω(растения) καλλιεργώ, παράγωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выводить
-
14 умозаключение
1. (логический процесс) о συλλογισμός 2. (вывод, основанный на рассуждении, размышлении) το συμπέρασμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > умозаключение
-
15 экспертиза
1. (исследование чего-л. с целью дать правильное заключение, правильную оценку чего-л.) η εμπειρογνωμοσύνη, η πραγματογνωμοσύνηокончательная - см. заключительная2. (экспертная комиссия) η επιτροπ/ή των εμπειρογνωμόνωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экспертиза
-
16 вывод
выводм1. (удаление) ἡ ἀποχώρηση, ἡ ἐξοδος, ἡ ἐκκένωση, ἡ ἀπομάκρυνση[-ις]:\вывод войск ἡ ἀποχώρηση τῶν στρατευμάτων2. (заключение) τό συμπέρασμα, τό πόρισμα·3. мат ἡ ἐξαγωγή. -
17 делать
дела||тьнесов1. (действовать) κά(μ)-νω, ἐνεργῶ, πράττω:что нам \делать? τί νά κάνουμε;· не говорить надо, а \делать δέν χρειάζονται λόγια, χρειάζονται ἔργα· \делать по-своему κά(μ)νω ὀπως θέλω·2. (производить) κά(μ)νω, ποιῶ, κατασκευάζω, φτιάνω·3. (εοβ«ρωα/ηί>)κά(μ)νω:\делать попытку κά(μ)νω ἀπόπειρα, ἀποπειρωμαι· \делать поку́пки κά(μ)νω ψώνια, ψωνίζω· \делать ошибки κά(μ)νω λάθη· \делать доклад κά(μ)νω είσ-ήγηση· \делать объявление βγάζω ἀνακοίνωση, κά(μ)νω ἀγγελία· ◊ \делать вывод βγάζω τό συμπέρασμα, συμπεραίνω· \делать вид, что... κά(μ)νω πώς..., προσποιούμαι ὅτι...·\делать возможным καθιστώ δυνατό· нечего \делать δέν γίνεται τίποτε· от нечего \делать γιά νά περνάει ἡ ὠρα·\делать счастливым кого́-л. κά(μ)-νω (или καθιστώ) εὐτυχή· \делать честь кому-л. τιμάω, περιποιῶ τιμήν \делать пятьдесят километров в час διανύω πενήντα χιλιόμετρα τήν ὠρα· \делать крюк κά(μ)νω γϋρο, κά(μ)νω κύκλο· \делать выбор διαλέγω, κά(μ)νω ἐκλογή· \делать выговор τιμωρώ μέ μομφή· что \делать! τί νά κά(μ)νω!, τί νά κάνουμε!. -
18 мысль
мысл||ьж ἡ σκέψη [-ις], ἡ Ιδέα / ὁ συλλογισμός (рассуждение)/ ἡ νόηση [-ις], ἡ διάνοια (мышление):основная \мысль ἡ βασική ίδέα· задняя \мысль ἡ ὑστεροβουλία· предвзятая \мысль ἡ προκατάληψη· образ \мысльей ὁ τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι· ход \мысльей ὁ εἰρμός τῶν σκέψεων собраться с \мысльями συγκεντρώνομαι, σκέπτομαι· носиться с \мысльыо κατέχομαι ἀπό τή σκέψη· подать кому́-л. \мысль δίνω τήν Ιδέα σέ κά· ποιον приходить к \мысльи φθάνω στό συμπέρασμα, καταλήγω· э́то навело меня на \мысль αὐτό μέ ὁδήγησε στή σκέψη· быть поглощенным \мысльями εἶμαι ἀπορροφημένος ἀπό σκέψεις· у него́ мелькнула \мысль τοῦ πέρασε μιά ίδέα· не допускать и \мысльи ὁβτε νά τό σκεφθεί κανείς· у меня и в \мысльях не было ὁὔτεκἄν είχα αὐτήν τήν σκέψη, οὔτε κἄν τό σκέφτηκα. -
19 напрашиваться
напрашив||атьсянесов1. разг πάω φιρί φιρί, ἐπιδιώκω νά...:\напрашиваться на обед ἐπιδιώκω νά μέ καλεσουν σέ γεύμα· \напрашиваться на комплименты ἐπιζητώ κομπλιμέντα·2. (о мысли и т. ἡ.) βγαίνω μόνος μου:\напрашиватьсяается вывод βγαίνει μόνο του τό συμπέρασμα например вводн. сл. παραδείγματος χάριν, λόγου χάρη. -
20 необоснбванный
необоснбванн||ыйприл ἀστήρικτος, ἀβάσιμος, ἀσύστατος, ἀδικαιολόγητος:\необоснбванный"ый вывод τό ἀστήρικτο συμπέρασμα· \необоснбванныйое обвинение ἡ ἀβάσιμη κατηγορία
См. также в других словарях:
συμπέρασμα — finishing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπέρασμα — το, ΝΜΑ [συμπεραίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμπεραίνω, η κατά αναγκαίο τρόπο συναγόμενη από δύο προκείμενες προτάσεις κρίση (α. «το συμπέρασμα συνάγεται εύκολα» β. «τὸν αὐτὸν τρόπον δειχθήσεται διὰ τῆς ἀντιστροφῆς, ὅτι τὸ συμπέρασμα… … Dictionary of Greek
συμπέρασμα — το κρίση που συνάγεται λογικά από άλλες: Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι είναι δυνατή η θεραπεία αυτής της αρρώστιας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπερασμάτων — συμπέρασμα finishing neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεράσμασι — συμπέρασμα finishing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεράσμασιν — συμπέρασμα finishing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεράσματα — συμπέρασμα finishing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεράσματι — συμπέρασμα finishing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεράσματος — συμπέρασμα finishing neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισμός — Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από… … Dictionary of Greek
κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… … Dictionary of Greek